ἀνατολικοί — ἀνατολικός eastern masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οστρογότθοι — (= ανατολικοί Γότθοι). Κλάδος της γερμανικής φυλής των Γότθων, οι οποίοι στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. μετανάστευσαν από τη Βαλτική στη νότια Ρωσία και εγκαταστάθηκαν μεταξύ των ποταμών Δούναβη και Δον. Ο Δνείστερος τους χώρισε … Dictionary of Greek
σχίσμα — Η διάσταση ομάδων πιστών από τη θρησκευτική τους κοινότητα. Με την έννοια αυτή το σ. συναντιέται σε διάφορες θρησκείες, όπως στο βουδισμό, στον τζαϊνισμό, στον ιουδαϊσμό και στον ισλαμισμό. Στο χριστιανισμό δείχνει, ιδιαίτερα, διαφωνία που… … Dictionary of Greek
Πάσχα — Μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, η οποία γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Αρχικά ήταν εβραϊκή γιορτή (ο όρος προέρχεται από το εβραϊκό πεσάχ = διάβαση), που συνδεόταν με τη βιβλική… … Dictionary of Greek
ακινάκης — Κατά την αρχαιότητα, μικρό και πλατύ ξίφος που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες και άλλοι ανατολικοί λαοί. Μαζί με τη λαβή, είχε μήκος σχεδόν μισό μέτρο και το κρεμούσαν σε θήκη, κατά μήκος του δεξιού μηρού. Οι βασιλιάδες κοσμούσαν το ξίφος αυτό με… … Dictionary of Greek
αναξυρίς — (I) ἀναξυρίς ( ίδος), η (AM) (συνήθως στον πληθυντικό) αἱ ἀναξυρίδες στενή περισκελίδα μέχρι τους αστραγάλους, που τή χρησιμοποιούσαν ανατολικοί λαοί (Σκύθες κ.ά). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας κατά τον Ευστάθιο, η λ. παράγεται από το ἀνασύρομαι… … Dictionary of Greek
ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
κάτεργο — Εμπορικό, πολεμικό ή πειρατικό ιστιοφόρο πλοίο. Έπλεε με δύο ή τρεις σειρές από κουπιά. Στην Ελλάδα, το κ. ταυτίστηκε με τη γαλέρα. Αργότερα με τη λέξη κ. χαρακτηρίζονταν τα παροπλισμένα μεγάλα πλοία, τα οποία ήταν αγκυροβολημένα σε ναυστάθμους… … Dictionary of Greek
καλλιγραφία — Η τέχνη της γραφής ωραίων και κανονικών γραμμάτων. Όλοι οι λαοί, και ιδιαίτερα οι ανατολικοί, έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για την κ., ήδη από τότε που επινοήθηκε η γραφή. Οι Αιγύπτιοι, για παράδειγμα, προκειμένου να επιτύχουν την ευθύτητα των… … Dictionary of Greek
καν — I (Kan). Ποταμός (629 χλμ.) της Ρωσίας, παραπόταμος του Γενισέι. Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές του Ανατολικού Σαγιάν (Κάνσκοε Μπελογκόριε) και κατά τη ροή του διασχίζει τη μεγάλη κοιλάδα της ομώνυμης δασοστέπας και την οροσειρά Γενισέι. Έχει… … Dictionary of Greek